πενιχρότητα

πενιχρότητα
[-ης (-η'τος)] η
1) мизерность, скудность; недостаточность; 2) незначительность, маловажность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πενιχρότητα" в других словарях:

  • πενιχρότητα — η η ιδιότητα, η κατάσταση του πενιχρού: Η πενιχρότητα του σπιτιού είναι ολοφάνερη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενιχρότητα — η / πενιχρότης, ητος, ΝΑ [πενιχρός] νεοελλ. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού πενιχρού αρχ. πενία …   Dictionary of Greek

  • πενιχρότητα — πενιχρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

  • ισχνότητα — η (ΑΜ ἰσχνότης) [ισχνός] αδυναμία, λιποσαρκία νεοελλ. 1. πενιχρότητα, ανεπάρκεια, ένδεια 2. μετριότητα, ασημαντότητα μσν. αρχ. 1. (για ύφος) απλότητα, λεπτότητα 2. χαμηλή ένταση φωνής, αδύνατη φωνή …   Dictionary of Greek

  • λιτότητα — η (Α λιτότης, ητος) [λιτός (I)] 1. η ιδιότητα τού λιτού, η απλότητα, το απέριττο, η ολιγάρκεια 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο εκφράζεται αρνητικά μια έννοια ως στενότερη αυτής που υπονοείται, λ.χ.: α) «δεν είναι κακός» β) «μὴ ἀξύνετος εἶναι»… …   Dictionary of Greek

  • λυπρότης — λυπρότης, ητος, ἡ (Α) [λυπρός] 1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα 2. (για τη γη) αγονία, αφορία …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • γλισχρότητα — η η ανεπάρκεια, η πενιχρότητα: Η επιχείρηση θα κλείσει εξαιτίας της γλισχρότητας των εσόδων της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισχνότητα — η το να είναι κάποιος ισχνός, λεπτότητα, αδυναμία, πενιχρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»